- ανιδιοτέλεια
- ηαφιλοχρηματία, αφιλο κέρδεια.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανιδιοτελής. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον καθηγητή και συγγραφέα Αλέξανδρο Ραγκαβή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανιδιοτέλεια — η αφιλοκέρδεια, αφιλοχρηματία: Ήταν γνωστός για την ανιδιοτέλειά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αφιλοκέρδεια — και κερδία, η το να μην αποβλέπει κανείς μόνο στο δικό του κέρδος, η ανιδιοτέλεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αφιλοκερδής. Η λ. μαρτυρείται από το 1829 στον Α. Κοραή] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
διακονία — η 1. υπηρεσία που προσφέρεται με ανιδιοτέλεια, φιλανθρωπικά: Υπάρχουν υπηρεσίες του δήμου που προσφέρουν διακονία στους άστεγους. 2. (εκκλησ.), το αξίωμα και η υπηρεσία του διάκου, του διακόνου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ιδεολογία — η 1. σύνολο ιδεών ή αρχών: Μαρξιστική ιδεολογία. 2. σύνολο πεποιθήσεων: Δε συμφωνώ με την ιδεολογία σου. 3. προσήλωση με ανιδιοτέλεια σε ανώτερες αρχές: Όλα αυτά τα κάνει από ιδεολογία. 4. ουτοπία, θεωρία χωρίς πρακτική αξία: Αυτά που λες είναι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ιπποτισμός — ο 1. ιπποσύνη. 2. μτφ., ευγένεια, ανδρισμός και ανιδιοτέλεια: Χάθηκε σήμερα ο ιπποτισμός. – Φέρθηκε με ιπποτισμό προς τους νικημένους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ιππότης — ο 1. τιμητικός τίτλος που αποκτούσαν οι ευγενείς στο μεσαίωνα έπειτα από κατάλληλη αγωγή. 2. αυτός που τιμήθηκε με ειδικό παράσημο: Ιππότης του Σωτήρος. 3. τιμητικός τίτλος που δίνεται από το βασιλιά του Hνωμένου Bασιλείου σε άτομα που έχουν… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)